- νιφοβλης
- νιφοβλήςνῐφοβλής
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νιφοβλής — νιφοβλής, ῆτος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) νοφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλής (< θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. βλητός)] … Dictionary of Greek
νιφοβλῆτες — νιφοβλής masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτων — νιφόβλητος masc/fem/neut gen pl νιφοβλής masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)